-
1 санитарный
επ.υγειονομικός•-ое состояние города υγειονομική κατάσταση της πόλης•
-ая инспекция υγειονομική επιθεώρηση•
-ая машина υγειονομικό αυτοκίνητο.
εκφρ.инструктор – βλ. санитарный санинструктор; -ая сумка υγειονομικός σάκκος•- ое просвещение – υγειονομική διαφώτιση•- ая техника – τα υγειονομικά τεχνικά μέσα (όργανα)•санитарный врач – ο υγειονόμος•- ая часть – (στρατ.) υγειονομικό τμήμα. -
2 санитарный
санитар||ныйприл ὑγειονομικός, νοσοκομειακός:\санитарныйная машина τό ὑγειονομικό αὐτοκίνητο· \санитарныйный врач ὁ ὑγειονομικός ἱατρός, ὁ ὑγειονόμος. -
3 самолёт
το αεροπλάνο, το αεροσκάφοςпассажирский - επιβατικό/επιβατηγό -сверхзвуковой - υπερηχητικό/υπερακουστικό -турбореактивный - αεριοστροβιλοκίνητο -, αεριοστροβιλοφόρο --учебно-тренировочный - εκπαιδευτικό -, εκπαιδευτικό - προκεχωρημένης εκπαίδευσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > самолёт
-
4 автомобиль
автомоби́л||ьм τό αὐτοκίνητο[ν]:грузовой \автомобиль τό φορτηγό αὐτοκίνητο; легковой \автомобиль ἡ λιμουζίνα, ἡ κούρσα; санитарный \автомобиль τό ὑγειονομικό αὐτοκίνητο; бронированный \автомобиль τό θωρακισμένο αὐτοκίνητο; ехать в \автомобилье πηγαίνω (или ταξιδεύω) μέ αὐτοκίνητο. -
5 самолет
самолетм τό ἀεροπλάνο[ν]:реактивный \самолет τό ἀεριοωθούμενο ἀεροπλάνο· санитарный \самолет τό ὑγειονομικό ἀεροπλάνο· транспортный \самолет τό μεταγωγικό ἀεροπλάνο· пассажирский \самолет τό ἐπιβατικό ἀεροπλάνο· самолет-снаряд ἡ Ιπτάμενη βόμβα.